αρχαιόσυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαιόσυλος < αρχαιό- + αρχαία ελληνική συλάω + -ος (κατά το ιερόσυλος < αρχαία ελληνική ἱερόσυλος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.çeˈo.si.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ό‐συ‐λος
Επίθετο
επεξεργασίααρχαιόσυλος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) που αφαιρεί, αρπάζει, λεηλατεί αρχαιότητες
- ※ Έφθασαν όμως κάποτε και στο σημείο της αρχαιοθηρίας, όπως έπραξαν παλαιότερα οι Άγγλοι και οι Γάλλοι περιηγητές, βαδίζοντας στα χνάρια των αρχαιοσύλων αρχαίων Ρωμαίων και των Βενετών, (Η διαμόρφωση του πολιτισμικού τοπίου της νήσου Νάξου από το 1204 έως και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, Αθανάσιος Δ. Κωτσάκης, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Καλαμάτα, Μάιος 2013, σελ. 352)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αρχαιόσυλος | οι | αρχαιόσυλοι |
γενική | του/της του |
αρχαιοσύλου αρχαιόσυλου |
των | αρχαιοσύλων |
αιτιατική | τον/την | αρχαιόσυλο | τους/τις τους |
αρχαιοσύλους αρχαιόσυλους |
κλητική | αρχαιόσυλε | αρχαιόσυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαιόσυλος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) που αφαιρεί, αρπάζει, λεηλατεί αρχαιότητες
- ※ Mitsi, Efterpi (Μήτση Ευτέρπη). «Στη σκιά των μνημείων: Αρχαιολάτρες και αρχαιόσυλοι στην Ελλάδα του 18ου αιώνα». Σύγχρονα Θέματα. 2003;82:60-67
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιόσυλος
|