αρχαιοσυλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιοσυλία < αρχαιο- + σύληση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιοσυλία θηλυκό
- (λόγιο) η κλοπή, λεηλασία αρχαιοτήτων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιοσυλία
|