↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιοσυλία οι αρχαιοσυλίες
      γενική της αρχαιοσυλίας των αρχαιοσυλιών
    αιτιατική την αρχαιοσυλία τις αρχαιοσυλίες
     κλητική αρχαιοσυλία αρχαιοσυλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχαιοσυλία < αρχαιο- + σύληση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχαιοσυλία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία