ιεραπόστολος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιεραπόστολος < ιεραποστολ(ή) + -ος, (λόγιο δάνειο) γαλλική missionnaire[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιεραπόστολος αρσενικό
- (θρησκεία) ιερέας ή μοναχός που δρα σε ξένη χώρα με στόχο τη διάδοση της διδασκαλίας μιας θρησκείας ή μιας θρησκευτικής ομολογίας
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ατόμου που αγωνίζεται χωρίς ιδιοτέλεια για κάτι, χωρίς να αναμένει απολαβές για το έργο του
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιεραπόστολος
Επεξεργασία
- ↑ «ιεραπόστολος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.