Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιερατεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιερατεύω
<
ελληνιστική κοινή
ιερατεύω
<
αρχαία ελληνική
ἱερεύς
Ρήμα
επεξεργασία
ιερατεύω
θηλυκό
(
θρησκεία
)
είμαι
ιερέας
ή
ασκώ
τα σχετικά
καθήκοντα
Συγγενικά
επεξεργασία
ιερατεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιερατεύω
ισπανικά
:
oficiar
(es)
,
celebrar
(es)