πανιερότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανιερότητα < μεσαιωνική ελληνική πανιερότης < πανίερος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανιερότητα θηλυκό
- (θρησκεία) το να είναι κάποιος πανίερος, η ιδιότητα του πανίερου
- (θρησκεία) προσφώνηση κάποιου πανιερώτατου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανιερότητα
|