↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανίερος η πανίερη το πανίερο
      γενική του πανίερου της πανίερης του πανίερου
    αιτιατική τον πανίερο την πανίερη το πανίερο
     κλητική πανίερε πανίερη πανίερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανίεροι οι πανίερες τα πανίερα
      γενική των πανίερων των πανίερων των πανίερων
    αιτιατική τους πανίερους τις πανίερες τα πανίερα
     κλητική πανίεροι πανίερες πανίερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανίερος < (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο

επεξεργασία

πανίερος

  1. πολύ ιερός
  2. πανιερότατος/πανιερώτατος: προσφώνηση για δεσπότη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία