πανίερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πανίερος | η | πανίερη | το | πανίερο |
γενική | του | πανίερου | της | πανίερης | του | πανίερου |
αιτιατική | τον | πανίερο | την | πανίερη | το | πανίερο |
κλητική | πανίερε | πανίερη | πανίερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πανίεροι | οι | πανίερες | τα | πανίερα |
γενική | των | πανίερων | των | πανίερων | των | πανίερων |
αιτιατική | τους | πανίερους | τις | πανίερες | τα | πανίερα |
κλητική | πανίεροι | πανίερες | πανίερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανίερος < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
επεξεργασίαπανίερος
- πολύ ιερός
- πανιερότατος/πανιερώτατος: προσφώνηση για δεσπότη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανίερος
|