Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιέρισσα οι ιέρισσες
      γενική της ιέρισσας των ιερισσών
    αιτιατική την ιέρισσα τις ιέρισσες
     κλητική ιέρισσα ιέρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιέρισσα < ιερέας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιέρισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία