ιεραρχημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεραρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιεραρχώ
Μετοχή επεξεργασία
ιεραρχημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ιεραρχώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεραρχημένος
|
ιεραρχημένος, -η, -ο
|