Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιεραρχημένος η ιεραρχημένη το ιεραρχημένο
      γενική του ιεραρχημένου της ιεραρχημένης του ιεραρχημένου
    αιτιατική τον ιεραρχημένο την ιεραρχημένη το ιεραρχημένο
     κλητική ιεραρχημένε ιεραρχημένη ιεραρχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιεραρχημένοι οι ιεραρχημένες τα ιεραρχημένα
      γενική των ιεραρχημένων των ιεραρχημένων των ιεραρχημένων
    αιτιατική τους ιεραρχημένους τις ιεραρχημένες τα ιεραρχημένα
     κλητική ιεραρχημένοι ιεραρχημένες ιεραρχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιεραρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιεραρχώ

  Μετοχή επεξεργασία

ιεραρχημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ιεραρχώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία