Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυαρχιερατικός η πολυαρχιερατική το πολυαρχιερατικό
      γενική του πολυαρχιερατικού της πολυαρχιερατικής του πολυαρχιερατικού
    αιτιατική τον πολυαρχιερατικό την πολυαρχιερατική το πολυαρχιερατικό
     κλητική πολυαρχιερατικέ πολυαρχιερατική πολυαρχιερατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυαρχιερατικοί οι πολυαρχιερατικές τα πολυαρχιερατικά
      γενική των πολυαρχιερατικών των πολυαρχιερατικών των πολυαρχιερατικών
    αιτιατική τους πολυαρχιερατικούς τις πολυαρχιερατικές τα πολυαρχιερατικά
     κλητική πολυαρχιερατικοί πολυαρχιερατικές πολυαρχιερατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυαρχιερατικός < πολυ- + αρχιερατικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυαρχιερατικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πολυαρχιερατικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)