βάπτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάπτισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βάπτισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάπτισμα ουδέτερο και βάφτισμα
- (χριστιανισμός) μυστήριο της εκκλησίας με το οποίο ο κατηχούμενος γίνεται χριστιανός
- (μεταφορικά) η πρώτη φορά που κάποιος συμμετέχει σε μια δραστηριότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαπτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βάπτισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάπτισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.