ενικός         πληθυντικός  
bénédiction bénédictions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bénédiction < λατινική benedictio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /be.ne.dik.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bénédiction (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία