αγιογδύτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγιογδύτισσα < αγιογδύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγιογδύτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αγιογδύτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγιογδύτισσα
|
αγιογδύτισσα θηλυκό
|