αγιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγιοποιώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁγιοποιῶ [1] / ἁγιοποιέω Συγχρονικά αναλύεται σε αγιο- + -ποιώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʝi.o.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ο‐ποι‐ῶ
Ρήμα
επεξεργασίααγιοποιώ, αόρ.: αγιοποίησα, παθ.φωνή: αγιοποιούμαι, π.αόρ.: αγιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αγιοποιημένος
- (χριστιανισμός) ανακηρύσσω κάποιον άγιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιοποιώ | αγιοποιούσα | θα αγιοποιώ | να αγιοποιώ | αγιοποιώντας | |
β' ενικ. | αγιοποιείς | αγιοποιούσες | θα αγιοποιείς | να αγιοποιείς | (αγιοποίει) | |
γ' ενικ. | αγιοποιεί | αγιοποιούσε | θα αγιοποιεί | να αγιοποιεί | ||
α' πληθ. | αγιοποιούμε | αγιοποιούσαμε | θα αγιοποιούμε | να αγιοποιούμε | ||
β' πληθ. | αγιοποιείτε | αγιοποιούσατε | θα αγιοποιείτε | να αγιοποιείτε | αγιοποιείτε | |
γ' πληθ. | αγιοποιούν(ε) | αγιοποιούσαν(ε) | θα αγιοποιούν(ε) | να αγιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιοποίησα | θα αγιοποιήσω | να αγιοποιήσω | αγιοποιήσει | ||
β' ενικ. | αγιοποίησες | θα αγιοποιήσεις | να αγιοποιήσεις | αγιοποίησε | ||
γ' ενικ. | αγιοποίησε | θα αγιοποιήσει | να αγιοποιήσει | |||
α' πληθ. | αγιοποιήσαμε | θα αγιοποιήσουμε | να αγιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αγιοποιήσατε | θα αγιοποιήσετε | να αγιοποιήσετε | αγιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αγιοποίησαν αγιοποιήσαν(ε) |
θα αγιοποιήσουν(ε) | να αγιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγιοποιήσει | είχα αγιοποιήσει | θα έχω αγιοποιήσει | να έχω αγιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγιοποιήσει | είχες αγιοποιήσει | θα έχεις αγιοποιήσει | να έχεις αγιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγιοποιήσει | είχε αγιοποιήσει | θα έχει αγιοποιήσει | να έχει αγιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιοποιήσει | είχαμε αγιοποιήσει | θα έχουμε αγιοποιήσει | να έχουμε αγιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγιοποιήσει | είχατε αγιοποιήσει | θα έχετε αγιοποιήσει | να έχετε αγιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιοποιήσει | είχαν αγιοποιήσει | θα έχουν αγιοποιήσει | να έχουν αγιοποιήσει |
|
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αγιοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας