Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγιοποιημένος η αγιοποιημένη το αγιοποιημένο
      γενική του αγιοποιημένου της αγιοποιημένης του αγιοποιημένου
    αιτιατική τον αγιοποιημένο την αγιοποιημένη το αγιοποιημένο
     κλητική αγιοποιημένε αγιοποιημένη αγιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγιοποιημένοι οι αγιοποιημένες τα αγιοποιημένα
      γενική των αγιοποιημένων των αγιοποιημένων των αγιοποιημένων
    αιτιατική τους αγιοποιημένους τις αγιοποιημένες τα αγιοποιημένα
     κλητική αγιοποιημένοι αγιοποιημένες αγιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγιοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

αγιοποιημένος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία