αγιοποιημένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αγιοποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αγιοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αγιοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγιοποιημένος