sanctify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sanctify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sanctifies |
αόριστος | sanctified |
παθητική μετοχή | sanctified |
ενεργητική μετοχή | sanctifying |
Ρήμα
επεξεργασίαsanctify (en)
- (μεταβατικό) αγιάζω, καθαγιάζω
- ⮡ The archbishop sanctified the waters.
- Ο αρχιεπίσκοπος αγίασε τα ύδατα.
- ≈ συνώνυμα: consecrate
- ⮡ The archbishop sanctified the waters.