consecrate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | consecrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consecrates |
αόριστος | consecrated |
παθητική μετοχή | consecrated |
ενεργητική μετοχή | consecrating |
Ετυμολογία επεξεργασία
- consecrate < λατινική consecratus
Ρήμα επεξεργασία
consecrate (en)