Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγιοταφίτικος η αγιοταφίτικη το αγιοταφίτικο
      γενική του αγιοταφίτικου της αγιοταφίτικης του αγιοταφίτικου
    αιτιατική τον αγιοταφίτικο την αγιοταφίτικη το αγιοταφίτικο
     κλητική αγιοταφίτικε αγιοταφίτικη αγιοταφίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγιοταφίτικοι οι αγιοταφίτικες τα αγιοταφίτικα
      γενική των αγιοταφίτικων των αγιοταφίτικων των αγιοταφίτικων
    αιτιατική τους αγιοταφίτικους τις αγιοταφίτικες τα αγιοταφίτικα
     κλητική αγιοταφίτικοι αγιοταφίτικες αγιοταφίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιοταφίτικος < αγιοταφίτ(ης) + -ικος. Μορφολογικά αναλύεται σε αγιο- + Τάφ(ος) + -ίτικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʝo.taˈfi.ti.kos/

  Επίθετο επεξεργασία

αγιοταφίτικος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία