Άγιος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | Άγιος | η | Άγια & Αγία |
το | Άγιο |
γενική | του | Άγιου & Αγίου |
της | Άγιας & Αγίας |
του | Άγιου & Αγίου |
αιτιατική | τον | Άγιο | την | Άγια & Αγία |
το | Άγιο |
κλητική | Άγιε | Άγια & Άγια |
Άγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | Άγιοι | οι | Άγιες | τα | Άγια |
γενική | των | Άγιων & Αγίων |
των | Άγιων & Αγίων |
των | Άγιων & Αγίων |
αιτιατική | τους | Άγιους & Αγίους |
τις | Άγιες | τα | Άγια |
κλητική | Άγιοι | Άγιες | Άγια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Με προφορά ως τρισύλλαβο προπαροξύτονο. Θηλυκό, πληθυντικός, και αγίες, ιδίως ως ουσιαστικό. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | Άγιος | η | Άγια | το | Άγιο |
γενική | του | Άγιου | της | Άγιας | του | Άγιου |
αιτιατική | τον | Άγιο | την | Άγια | το | Άγιο |
κλητική | Άγιε | Άγια | Άγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | Άγιοι | οι | Άγιες | τα | Άγια |
γενική | των | Άγιων | των | Άγιων | των | Άγιων |
αιτιατική | τους | Άγιους | τις | Άγιες | τα | Άγια |
κλητική | Άγιοι | Άγιες | Άγια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. Η κλίση, σπανιότερα, όταν προφέρεται ως δισύλλαβο παροξύτονο. Θηλυκό, πληθυντικός, και αγίες, ιδίως ως ουσιαστικό. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Άγιος < άγιος με κεφαλαίο αρχικό γράμμα (→ δείτε άγιος#Σημειώσεις) για αναφορά σε ναωνύμια και τοπωνύμια
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ʝi.os/ επίσημο
- (ως τρισύλλαβο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐γι‐ος
- σπανιότερα ΔΦΑ : /ˈa.ʝos/ προφορικό, με συνίζηση
- (ως δισύλλαβο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐γιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
Άγιος, Αγία, Άγιο, με προφορά ως τρισύλλαβο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἅγιος)
- μέρος πολυλεκτικού κυρίου ονόματος
- ναωνυμίου
- ↪ Βαφτίζω το γιο μου στον Άγιο Νικόλαο, μια πολύ συμπαθητική εκκλησιά, γιατί τον είχα τάξει στον αγιο-Νικόλα.
- τοπωνύμιου
- ↪ ο Άγιος Νικόλαος είναι πόλη της Κρήτης που έχει το όνομα του αγίου Νικολαου, του αγίου των ναυτικών.
- ναωνυμίου
- για ονόματα αγίων → δείτε τη λέξη άγιος
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη άγιος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Άγιος αρσενικό