αγιοδημητριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγιοδημητριάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τον άγιο Δημήτριο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον Αγιοδημητριάτη (Οκτώβριο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αγιοδημητριάτικα
- αγιοδημητριάτικο
- Αγιοδημητριάτης
- → δείτε τις λέξεις άγιος και Δημήτριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγιοδημητριάτικος
|