αγιοβασιλιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγιοβασιλιάτικος < αγιο-Βασίλ(ης) + -ιάτικος [1][2]
Επίθετο
επεξεργασίααγιοβασιλιάτικος, -η, -ο
- σχετικός με τη γιορτή του Αγίου Βασίλείου και την πρωτοχρονιά
- χαμηλής ποιότητας και αξίας, που μοιάζει περισσότερο με φτηνό παιχνίδι παρά με αξιόπιστο προϊόν
- ⮡ Τι υπολογιστής είναι αυτός που αγόρασες; Αγιοβασιλιάτικος είναι;
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγιοβασιλιάτικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγιοβασιλιάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγιοβασιλιάτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας