Ετυμολογία

επεξεργασία
αγιωνύμιο < (άγιος) αγι- + -ωνύμιο
ΔΦΑ : /a.ʝi.oˈni.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιωνύμιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιωνύμιο τα αγιωνύμια
      γενική του αγιωνύμιου
& αγιωνυμίου
των αγιωνύμιων
& αγιωνυμίων
    αιτιατική το αγιωνύμιο τα αγιωνύμια
     κλητική αγιωνύμιο αγιωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγιωνύμιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)