Δείτε τις μορφές αι, αι., αϊ-, Αϊ-, άι, αἰ, αἱ, αἴ, αἶ, αἵ, ἀΐ, ἄι, ἄϊ, ἀϊ-

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

αἵ (αναφορική αντωνυμία)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
η αναφορική αντωνυμία «ὅς»
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροόλα τα γένηθηλυκό (σπάνια)
ονομαστική ὅς οἵ αἵ (ᾱ)
γενική οὗ ἧς οὗ ὧν οἷν αἷν
δοτική οἷς / οἷσι(ν) αἷς οἷς / οἷσι(ν) οἷν αἷν
αιτιατική ὅν ἥν οὕς ἅς (ᾱ) (ᾱ)
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
επική κλίση
σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικό & ουδέτεροθηλυκό
ονομαστική
γενική ὅου ἕης ὅου
δοτική ᾗς / ᾗσι(ν)
αιτιατική
Κατηγορία:Επικοί τύποι