ὅς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὅς < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *yós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yéh₂, *yód (ποιος) από θέμα *yo-, από αναφορικό θέμα *i-, *ey-. Συγγενή: σανσκριτική यद् (yás, yā, yad), αβεστική 𐬫𐬋, φρυγική ιος → δείτε οἷος και ὅσος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αντωνυμία
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαη αναφορική αντωνυμία «ὅς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | θηλυκό (σπάνια) | |
ονομαστική | ὅς | ἥ | ὅ | οἵ | αἵ | ἅ | ὥ | (ᾱ) ἅ | |
γενική | οὗ | ἧς | οὗ | ὧν | οἷν | αἷν | |||
δοτική | ᾧ | ᾗ | ᾧ | οἷς / οἷσι(ν) | αἷς | οἷς / οἷσι(ν) | οἷν | αἷν | |
αιτιατική | ὅν | ἥν | ὅ | οὕς | ἅς (ᾱ) | ἅ | ὥ | (ᾱ) ἅ | |
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
επική κλίση σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι | |||||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & ουδέτερο | θηλυκό | |
ονομαστική | |||||||||
γενική | ὅου | ἕης | ὅου | ||||||
δοτική | ᾗς / ᾗσι(ν) | ||||||||
αιτιατική | |||||||||
Κατηγορία:Επικοί τύποι |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὅς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.