Ετυμολογία

επεξεργασία
ὅς < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *yós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yéh₂, *yód (ποιος) από θέμα *yo-, από αναφορικό θέμα *i-, *ey-. Συγγενή: σανσκριτική यद् (yás, yā, yad), αβεστική 𐬫𐬋, φρυγική ιος → δείτε οἷος και ὅσος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Αντωνυμία

επεξεργασία

ὅς, ,

Παράγωγα

επεξεργασία
η αναφορική αντωνυμία «ὅς»
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο όλα τα γένη θηλυκό (σπάνια)
ονομαστική ὅς οἵ αἵ (ᾱ)
γενική οὗ ἧς οὗ ὧν οἷν αἷν
δοτική οἷς / οἷσι(ν) αἷς οἷς / οἷσι(ν) οἷν αἷν
αιτιατική ὅν ἥν οὕς ἅς (ᾱ) (ᾱ)
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
επική κλίση
σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική
γενική ὅου ἕης ὅου
δοτική ᾗς / ᾗσι(ν)
αιτιατική
Κατηγορία:Επικοί τύποι

Δείτε επίσης

επεξεργασία