προτάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτάσσω < προ- + τάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *taǵ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈta.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐τάσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίαπροτάσσω, αόρ.: προέταξα, παθ.φωνή: προτάσσομαι, π.αόρ.: προτάχθηκα, μτχ.π.π.: προτεταγμένος
- τοποθετώ κάτι πιο μπροστά από κάτι άλλο
- ※ Ἐν τῇ συλλογῇ ταύτῃ προτάσσονται ὀκτὼ ᾄσματα διεκτραγῳδοῦντα τὴν καταστροφὴν τῶν Σουλιωτῶν, ὧν ἡ πατρὶς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη ἑστία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, τὰ ὁποῖα ἐνέπνευσαν εἰς τὸν ποιητὴν τὰ Voyages en Grèce τοῦ Πουκεβίλ.
- Σπυρίδων Σακελλαρόπουλος, {{s|Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Φιλέλλην ποιητής ελησμονημένος|Φιλέλλην ποιητής ελησμονημένος]], στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889
- ※ Ἐν τῇ συλλογῇ ταύτῃ προτάσσονται ὀκτὼ ᾄσματα διεκτραγῳδοῦντα τὴν καταστροφὴν τῶν Σουλιωτῶν, ὧν ἡ πατρὶς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη ἑστία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, τὰ ὁποῖα ἐνέπνευσαν εἰς τὸν ποιητὴν τὰ Voyages en Grèce τοῦ Πουκεβίλ.
- (μεταφορικά) δίνω σε κάτι προτεραιότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτάσσω | προέτασσα | θα προτάσσω | να προτάσσω | προτάσσοντας | |
β' ενικ. | προτάσσεις | προέτασσες | θα προτάσσεις | να προτάσσεις | πρότασσε | |
γ' ενικ. | προτάσσει | προέτασσε | θα προτάσσει | να προτάσσει | ||
α' πληθ. | προτάσσουμε | προτάσσαμε | θα προτάσσουμε | να προτάσσουμε | ||
β' πληθ. | προτάσσετε | προτάσσατε | θα προτάσσετε | να προτάσσετε | προτάσσετε | |
γ' πληθ. | προτάσσουν(ε) | προέτασσαν προτάσσαν(ε) |
θα προτάσσουν(ε) | να προτάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προέταξα | θα προτάξω | να προτάξω | προτάξει | ||
β' ενικ. | προέταξες | θα προτάξεις | να προτάξεις | πρόταξε | ||
γ' ενικ. | προέταξε | θα προτάξει | να προτάξει | |||
α' πληθ. | προτάξαμε | θα προτάξουμε | να προτάξουμε | |||
β' πληθ. | προτάξατε | θα προτάξετε | να προτάξετε | προτάξτε | ||
γ' πληθ. | προέταξαν προτάξαν(ε) |
θα προτάξουν(ε) | να προτάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προτάξει | είχα προτάξει | θα έχω προτάξει | να έχω προτάξει | ||
β' ενικ. | έχεις προτάξει | είχες προτάξει | θα έχεις προτάξει | να έχεις προτάξει | έχε προταγμένο | |
γ' ενικ. | έχει προτάξει | είχε προτάξει | θα έχει προτάξει | να έχει προτάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προτάξει | είχαμε προτάξει | θα έχουμε προτάξει | να έχουμε προτάξει | ||
β' πληθ. | έχετε προτάξει | είχατε προτάξει | θα έχετε προτάξει | να έχετε προτάξει | έχετε προταγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προτάξει | είχαν προτάξει | θα έχουν προτάξει | να έχουν προτάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προταγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προταγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προταγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προταγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτάσσομαι | προτασσόμουν(α) | θα προτάσσομαι | να προτάσσομαι | ||
β' ενικ. | προτάσσεσαι | προτασσόσουν(α) | θα προτάσσεσαι | να προτάσσεσαι | ||
γ' ενικ. | προτάσσεται | προτασσόταν(ε) | θα προτάσσεται | να προτάσσεται | ||
α' πληθ. | προτασσόμαστε | προτασσόμαστε προτασσόμασταν |
θα προτασσόμαστε | να προτασσόμαστε | ||
β' πληθ. | προτάσσεστε | προτασσόσαστε προτασσόσασταν |
θα προτάσσεστε | να προτάσσεστε | προτάσσεσθε | |
γ' πληθ. | προτάσσονται | προτάσσονταν προτασσόντουσαν |
θα προτάσσονται | να προτάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προτάχθηκα | θα προταχθώ | να προταχθώ | προταχθεί | ||
β' ενικ. | προτάχθηκες | θα προταχθείς | να προταχθείς | προτάξου | ||
γ' ενικ. | προτάχθηκε | θα προταχθεί | να προταχθεί | |||
α' πληθ. | προταχθήκαμε | θα προταχθούμε | να προταχθούμε | |||
β' πληθ. | προταχθήκατε | θα προταχθείτε | να προταχθείτε | προταχθείτε | ||
γ' πληθ. | προτάχθηκαν προταχθήκαν(ε) |
θα προταχθούν(ε) | να προταχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προταχθεί | είχα προταχθεί | θα έχω προταχθεί | να έχω προταχθεί | προτεταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις προταχθεί | είχες προταχθεί | θα έχεις προταχθεί | να έχεις προταχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προταχθεί | είχε προταχθεί | θα έχει προταχθεί | να έχει προταχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προταχθεί | είχαμε προταχθεί | θα έχουμε προταχθεί | να έχουμε προταχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προταχθεί | είχατε προταχθεί | θα έχετε προταχθεί | να έχετε προταχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προταχθεί | είχαν προταχθεί | θα έχουν προταχθεί | να έχουν προταχθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προτάσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προτάσσω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροτάσσω
- τοποθετώ ως πρώτο
- προτιμώ
- ορίζω ή καθορίζω εκ των προτέρων
- (στην παθητική φωνή) στέκομαι μπροστά από κάποιον έτσι ώστε να τον προστατεύω, να τον προασπιστώ
- (στη μέση φωνή) τοποθετώ μπροστά
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 6, 4.10
- ἔπειτα δέ, ἅτε καὶ πεδίου ὄντος τοῦ μεταξύ, προετάξαντο μὲν τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς ἱππέας, ἀντετάξαντο δ᾽ αὐτοῖς καὶ οἱ Θηβαῖοι τοὺς ἑαυτῶν.
- Σαν να μην έφταναν αυτά, καθώς το έδαφος ανάμεσα στις δυο στρατιές ήταν πεδινό, οι Λακεδαιμόνιοι τοποθέτησαν μπρος από τη φάλαγγά τους το ιππικό τους, κι οι Θηβαίοι από τ᾽ άλλο μέρος το δικό τους.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ἔπειτα δέ, ἅτε καὶ πεδίου ὄντος τοῦ μεταξύ, προετάξαντο μὲν τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς ἱππέας, ἀντετάξαντο δ᾽ αὐτοῖς καὶ οἱ Θηβαῖοι τοὺς ἑαυτῶν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 6, 4.10
- (στη μέση φωνή) θέτω ως παράδειγμα, θέτω ως σκοπό μου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Σοφιστήςw, 218e @scaife.perseus
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
- Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Σοφιστήςw, 218e @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προτάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προτάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.