Ετυμολογία

επεξεργασία
βασκάνω < βασκαίνω < αρχαία ελληνική βάσκανος (ο μάγος, που κάνει μάγια)

βασκάνω ( & αβασκάνω & βασκαίνω) παθητικό βασκάνομαι- βασκαίνομαι

  1. ματιάζω
    Φτου σου μωράκι μου, να μη σε βασκάνω
  2. (ειρωνικά) για κάποιον που δεν αξίζει διόλου το θαυμασμό ώστε να προσελκύσει το "κακό μάτι"
    Φτου, να μη σε βασκάνουμε, τα έκανες θάλασσα!
  3. παθητικό το ίδιο:
    Με βασκάνανε ή Βασκάθηκα και ολη μέρα σέρνομαι (με μάτιασαν, ματιάστηκα)
  • βασκάνω, βάσκανα ή εβάσκανα, θα βασκάνω, βάσκανα και εβάσκανα, έχω βασκάνει, μτχ. βασκάνοντας
  • βασκάνομαι, θα αβασκαθώ και βασκαθώ, μτχ παθ. παρακ. βασκαμένος ή δανείζεται το ματιασμένος (παλιότερα ή και σήμερα στην εκκλησία, χρησιμοποιείται και η μετοχή αορίστου βασκανθείς)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία