↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματιασμένος η ματιασμένη το ματιασμένο
      γενική του ματιασμένου της ματιασμένης του ματιασμένου
    αιτιατική τον ματιασμένο τη ματιασμένη το ματιασμένο
     κλητική ματιασμένε ματιασμένη ματιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματιασμένοι οι ματιασμένες τα ματιασμένα
      γενική των ματιασμένων των ματιασμένων των ματιασμένων
    αιτιατική τους ματιασμένους τις ματιασμένες τα ματιασμένα
     κλητική ματιασμένοι ματιασμένες ματιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ματιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ματιάζω

ματιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία