βασκαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασκαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασκαίνω < βάσκανος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈsce.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σκαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαβασκαίνω, πρτ.: βάσκαινα, αόρ.: βάσκανα, παθ.φωνή: βασκαίνομαι, π.αόρ.: βασκάθηκα, μτχ.π.π.: βασκαμένος
Εκφράσεις
επεξεργασία- φτου, να μη σε βασκάνω / φτου να μη βασκαθείς: τυπική έκφραση που λέγεται όταν θέλουμε να επαινέσουμε κάποιον και τον φτύνουμε για να μην τον ματιάσουμε με τα καλά μας λόγια· λέγεται επίσης ειρωνικά
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βασκαν-
βασκαν-
- → δείτε αβασκαίνω
- αβασκάνιστος
- αβάσκανος
- αβασκαντάρι
- αβασκαντία
- αβάσκαντο
- αβάσκαντος
- αβασκαντούρι
- αλεξιβάσκανο
- βάσκαμα / αβάσκαμα
- βασκαμένος / αβασκαμένος
- βασκαμός / αβασκαμός
- βασκάνι
- βασκανία
- βασκανιά
- βασκανιάρης
- βάσκανο
- βάσκανος
- βασκαντήρα / αβασκαντήρα
- βασκαντικός
- βασκαντούρα
- βασκαρούδι
- ξεβασκαίνω
- ξεβάσκαμα, ξεβάσκωμα
- ξεβασκαμένος
- ξεβασκαμός
- προβασκάνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βασκαίνω | βάσκαινα | θα βασκαίνω | να βασκαίνω | βασκαίνοντας | |
β' ενικ. | βασκαίνεις | βάσκαινες | θα βασκαίνεις | να βασκαίνεις | βάσκαινε | |
γ' ενικ. | βασκαίνει | βάσκαινε | θα βασκαίνει | να βασκαίνει | ||
α' πληθ. | βασκαίνουμε | βασκαίναμε | θα βασκαίνουμε | να βασκαίνουμε | ||
β' πληθ. | βασκαίνετε | βασκαίνατε | θα βασκαίνετε | να βασκαίνετε | βασκαίνετε | |
γ' πληθ. | βασκαίνουν(ε) | βάσκαιναν βασκαίναν(ε) |
θα βασκαίνουν(ε) | να βασκαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάσκανα | θα βασκάνω | να βασκάνω | βασκάνει | ||
β' ενικ. | βάσκανες | θα βασκάνεις | να βασκάνεις | βάσκανε | ||
γ' ενικ. | βάσκανε | θα βασκάνει | να βασκάνει | |||
α' πληθ. | βασκάναμε | θα βασκάνουμε | να βασκάνουμε | |||
β' πληθ. | βασκάνατε | θα βασκάνετε | να βασκάνετε | βασκάνετε | ||
γ' πληθ. | βάσκαναν βασκάναν(ε) |
θα βασκάνουν(ε) | να βασκάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βασκάνει | είχα βασκάνει | θα έχω βασκάνει | να έχω βασκάνει | ||
β' ενικ. | έχεις βασκάνει | είχες βασκάνει | θα έχεις βασκάνει | να έχεις βασκάνει | ||
γ' ενικ. | έχει βασκάνει | είχε βασκάνει | θα έχει βασκάνει | να έχει βασκάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε βασκάνει | είχαμε βασκάνει | θα έχουμε βασκάνει | να έχουμε βασκάνει | ||
β' πληθ. | έχετε βασκάνει | είχατε βασκάνει | θα έχετε βασκάνει | να έχετε βασκάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν βασκάνει | είχαν βασκάνει | θα έχουν βασκάνει | να έχουν βασκάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βασκαίνομαι | βασκαινόμουν(α) | θα βασκαίνομαι | να βασκαίνομαι | ||
β' ενικ. | βασκαίνεσαι | βασκαινόσουν(α) | θα βασκαίνεσαι | να βασκαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | βασκαίνεται | βασκαινόταν(ε) | θα βασκαίνεται | να βασκαίνεται | ||
α' πληθ. | βασκαινόμαστε | βασκαινόμαστε βασκαινόμασταν |
θα βασκαινόμαστε | να βασκαινόμαστε | ||
β' πληθ. | βασκαίνεστε | βασκαινόσαστε βασκαινόσασταν |
θα βασκαίνεστε | να βασκαίνεστε | (βασκαίνεστε) | |
γ' πληθ. | βασκαίνονται | βασκαίνονταν βασκαινόντουσαν |
θα βασκαίνονται | να βασκαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βασκάθηκα | θα βασκαθώ | να βασκαθώ | βασκαθεί | ||
β' ενικ. | βασκάθηκες | θα βασκαθείς | να βασκαθείς | βασκάσου | ||
γ' ενικ. | βασκάθηκε | θα βασκαθεί | να βασκαθεί | |||
α' πληθ. | βασκαθήκαμε | θα βασκαθούμε | να βασκαθούμε | |||
β' πληθ. | βασκαθήκατε | θα βασκαθείτε | να βασκαθείτε | βασκαθείτε | ||
γ' πληθ. | βασκάθηκαν βασκαθήκαν(ε) |
θα βασκαθούν(ε) | να βασκαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βασκαθεί | είχα βασκαθεί | θα έχω βασκαθεί | να έχω βασκαθεί | βασκαμένος | |
β' ενικ. | έχεις βασκαθεί | είχες βασκαθεί | θα έχεις βασκαθεί | να έχεις βασκαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βασκαθεί | είχε βασκαθεί | θα έχει βασκαθεί | να έχει βασκαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βασκαθεί | είχαμε βασκαθεί | θα έχουμε βασκαθεί | να έχουμε βασκαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βασκαθεί | είχατε βασκαθεί | θα έχετε βασκαθεί | να έχετε βασκαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βασκαθεί | είχαν βασκαθεί | θα έχουν βασκαθεί | να έχουν βασκαθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βασκαμένος - είμαστε, είστε, είναι βασκαμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βασκαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βασκαμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βασκαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βασκαμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βασκαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βασκαμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασκαίνω
→ δείτε τη λέξη ματιάζω |
Πηγές
επεξεργασία- βασκαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασκαίνω < βάσκανος → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβασκαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βάσκανος
Πηγές
επεξεργασία- βασκαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασκαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.