αβάσκαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάσκαμα < αβασκαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβάσκαμα ουδέτερο
- το μάτιασμα
- ※ τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από το θυμό είτε από το αβάσκαμα όλος άρχισε να τρέμη (Ιωάννης Ε. Καλλιτσουνάκης, Neugriechisches lesebuch, 1914, σελ. 74)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβάσκαμα
→ δείτε τη λέξη μάτιασμα |