αβάσκαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάσκαντος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάσκαντος[1] < ἀ- (α- στερητικό) + αρχαία ελληνική βασκαίνω, βασκαν- + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.skan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐σκα‐ντος
Επίθετο
επεξεργασίααβάσκαντος, -η, -ο [2]
- (λαϊκότροπο) που δεν τον πιάνει η βασκανία, το μάτιασμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αβασκαντούρι
- → και δείτε τη λέξη βασκαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβάσκαντος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβάσκαντος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβάσκαντος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας