αβάσκαντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάσκαντο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αβάσκαντος (με α- στερητικό). Όπως στην ελληνιστική κοινή ἀβάσκαντον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.skan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐σκα‐ντος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβάσκαντο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το φυλαχτό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βασκαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβάσκαντο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααβάσκαντο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αβάσκαντος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αβάσκαντος