αμάτιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμάτιαστος, -η, -ο
- που δεν έχει ματιαστεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάτιαστος
|