βασκαντήρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βασκαντήρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) φυλαχτό ή άλλη κατασκευή που θεωρείται ότι προφυλάσσει από την βασκανία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βασκαντήρα
βασκαντήρα θηλυκό