Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβάσκαμα τα ξεβασκάματα
      γενική του ξεβασκάματος των ξεβασκαμάτων
    αιτιατική το ξεβάσκαμα τα ξεβασκάματα
     κλητική ξεβάσκαμα ξεβασκάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβάσκαμα < ξεβασκαίνω < ξε και βασκαίνω ή βασκάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεβάσκαμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα και η διαδικασία ή ενέργεια του ξεβασκαίνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία