Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγκλάω < Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια,[1] ίσως < τσιγκλ(ίζω) + -άω < τσιγκέλι με συγκοπή του [e].
Κατά τον Μπαμπινιώτη,[2] πιθανόν < τσίγκλα < ξίγκλα (όργανο αργαλειού) < λατινικά cingula (ζώνη). Συζητά πολλές άλλες εκδοχές, όπως η σύνδεση με τη μεσαιωνική οὖγγλα, λατινική ungula (νύχι), ή με αμάρτυρο τύπο *τσιγκελώ. Οι διάφορες εκδοχές εξηγούν την ποικιλία γραφών της λέξης (με <γγ, γκ>, με <υ>).

τσιγκλάω/τσιγκλώ, αόρ.: τσίγκλησα, παθ.φωνή: τσιγκλιέμαι, π.αόρ.: τσιγκλήθηκα[3], μτχ.π.π.: τσιγκλημένος[4] [5][6]

  1. κεντρίζω ένα ζώο με αιχμηρό αντικείμενο
  2. ερεθίζω κάποιον λεκτικά ώστε να κάνει κάτι, τον εκνευρίζω και τον προκαλώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Στην παθητική φωνή, συχνότερη είναι η χρήση τύπων από το τσιγκλίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσιγκλώ, τσιγκλάω, τσιγκλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (συντάκτης ετυμολογιών, ο Ευάγγελος Πετρούνιας)
  2. «τσιγκλώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Σημείωση του επιμελητή: Αναθεωρημένη ετυμολογία και ορθογραφία του Λεξικού του 2002.
  3. Συχνότερα ο τύπος τσιγκλίστηκα από το τσιγκλίζω
  4. Συχνότερος ο τύπος τσιγκλισμένος από το τσιγκλίζω
  5. Με παθητική φωνή, στο: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998) (λήμμα «τσυγκλώ» - αναθεωρημένη γραφή «τσιγκλώ» σε κατοπινά λεξικά)
  6. Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ. Χωρίς παθητική φωνή, στο: Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).