Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιγκλίζω < → δείτε τη λέξη τσιγκλάω

  Ρήμα επεξεργασία

τσιγκλίζω, αόρ.: τσίγκλισα, παθ.φωνή: τσιγκλίζομαι, π.αόρ.: τσιγκλίστηκα, μτχ.π.π.: τσιγκλισμένος

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία