Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγκλίζω < → δείτε τη λέξη τσιγκλάω

τσιγκλίζω, αόρ.: τσίγκλισα, παθ.φωνή: τσιγκλίζομαι, π.αόρ.: τσιγκλίστηκα, μτχ.π.π.: τσιγκλισμένος

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία