↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιγκλημένος η τσιγκλημένη το τσιγκλημένο
      γενική του τσιγκλημένου της τσιγκλημένης του τσιγκλημένου
    αιτιατική τον τσιγκλημένο την τσιγκλημένη το τσιγκλημένο
     κλητική τσιγκλημένε τσιγκλημένη τσιγκλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιγκλημένοι οι τσιγκλημένες τα τσιγκλημένα
      γενική των τσιγκλημένων των τσιγκλημένων των τσιγκλημένων
    αιτιατική τους τσιγκλημένους τις τσιγκλημένες τα τσιγκλημένα
     κλητική τσιγκλημένοι τσιγκλημένες τσιγκλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγκλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσιγκλάω

τσιγκλημένος, -η, -ο