Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντομοαπωθητικός η εντομοαπωθητική το εντομοαπωθητικό
      γενική του εντομοαπωθητικού της εντομοαπωθητικής του εντομοαπωθητικού
    αιτιατική τον εντομοαπωθητικό την εντομοαπωθητική το εντομοαπωθητικό
     κλητική εντομοαπωθητικέ εντομοαπωθητική εντομοαπωθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντομοαπωθητικοί οι εντομοαπωθητικές τα εντομοαπωθητικά
      γενική των εντομοαπωθητικών των εντομοαπωθητικών των εντομοαπωθητικών
    αιτιατική τους εντομοαπωθητικούς τις εντομοαπωθητικές τα εντομοαπωθητικά
     κλητική εντομοαπωθητικοί εντομοαπωθητικές εντομοαπωθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντομοαπωθητικός < έντομο + απωθητικός

  Επίθετο επεξεργασία

εντομοαπωθητικός

  1. που διώχνει τα έντομα λόγω των ιδιοτήτων του
    το προϊόν δεν συνοδεύεται από εντομοαπωθητικές ταμπλέτες

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία