στάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στάμα | τα | στάματα |
γενική | του | στάματος | των | σταμάτων |
αιτιατική | το | στάμα | τα | στάματα |
κλητική | στάμα | στάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στάμα < αρχαία ελληνική ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάμα ουδέτερο