• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στάμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στάμα τα στάματα
      γενική του στάματος των σταμάτων
    αιτιατική το στάμα τα στάματα
     κλητική στάμα στάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στάμα < αρχαία ελληνική ἵστημι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάμα ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) σταμάτημα, διακοπή
  2. (ιδιωματικό) ανάπαυλα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    στάμα
  • → δείτε τις λέξεις σταμάτημα, διακοπή και ανάπαυλα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στάμα&oldid=5618351"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Οκτωβρίου 2022, στις 09:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Οκτωβρίου 2022, στις 09:38. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας