ενεστώτας draw up
γ΄ ενικό ενεστώτα draws up
αόριστος drew up
παθητική μετοχή drawn up
ενεργητική μετοχή drawing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις draw και up

draw up (en)

  1. (μεταβατικό) συντάσσω (κείμενο)
  2. (μεταβατικό) σχεδιάζω κάτι, σκαρώνω, επινοώ
  3. (αμετάβατο) ακινητοποιούμαι, κοκαλώνω, παγώνω