draw up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | draw up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | draws up |
αόριστος | drew up |
παθητική μετοχή | drawn up |
ενεργητική μετοχή | drawing up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdraw up (en)
- (μεταβατικό) συντάσσω (κείμενο)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω κάτι, σκαρώνω, επινοώ
- (αμετάβατο) ακινητοποιούμαι, κοκαλώνω, παγώνω