Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπεραρκετός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπεραρκετ
ός
η
υπεραρκετ
ή
το
υπεραρκετ
ό
γενική
του
υπεραρκετ
ού
της
υπεραρκετ
ής
του
υπεραρκετ
ού
αιτιατική
τον
υπεραρκετ
ό
την
υπεραρκετ
ή
το
υπεραρκετ
ό
κλητική
υπεραρκετ
έ
υπεραρκετ
ή
υπεραρκετ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπεραρκετ
οί
οι
υπεραρκετ
ές
τα
υπεραρκετ
ά
γενική
των
υπεραρκετ
ών
των
υπεραρκετ
ών
των
υπεραρκετ
ών
αιτιατική
τους
υπεραρκετ
ούς
τις
υπεραρκετ
ές
τα
υπεραρκετ
ά
κλητική
υπεραρκετ
οί
υπεραρκετ
ές
υπεραρκετ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπεραρκετός
<
υπερ-
+
αρκετός
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
surabondant
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.pe.ɾaɾ.ceˈtos
/
Επίθετο
επεξεργασία
υπεραρκετός, -ή, -ό
που μας
αρκεί
σε μεγάλο βαθμό, που είναι
πολύς
Συνώνυμα
επεξεργασία
υπεράφθονος
υπερεπαρκής
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υπέρ
,
αρκετός
και
αρκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπεραρκετός
αγγλικά
:
quite
enough
(en)
,
superabundant
(en)
γαλλικά
:
bien
(fr)
suffisant
(fr)
,
surabondant
(fr)