υπεραρκετός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπεραρκετός < υπερ- + αρκετός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική surabondant)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾaɾ.ceˈtos/
Επίθετο Επεξεργασία
υπεραρκετός, -ή, -ό
υπεραρκετός, -ή, -ό