ΔΦΑ : /kwaɪt/
 

Επίρρημα

επεξεργασία

quite (en)

  1. (ειδικά βρετανική σημασία, όχι στο αρνητικό) αρκετά, κάμποσος, σαν (να), σε κάποιο βαθμό, όχι λίγο αλλά όχι πάρα πολύ
      I’m quite optimistic.
    Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
      I feel quite sure of it.
    Νιώθω αρκετά βέβαιος γι' αυτό.
      The meeting went quite well.
    Η συνάντηση πήγε αρκετά καλά.
      You have quite a few books in your library.
    Έχεις αρκετά βιβλία στη βιβλιοθήκη σου.
      We still have quite a ways to go.
    Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα.
      We still have quite a bit of money.
    Έχουμε ακόμα κάμποσα λεφτά.
      It looks quite good.
    Σαν καλό φαίνεται.
      It’s quite good.
    Σαν καλό (να) είναι.
      You have made yourself quite comfortable.
    Σαν καλά βολεύτηκες.
     συνώνυμα:  fairly, pretty και rather
  2. απόλυτα, εντελώς, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
      I quite agree that…
    Συμφωνώ απόλυτα ότι…
      She was quite honest with us.
    Ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί μας.
      He is quite well now.
    Είναι εντελώς καλά τώρα.
      That is quite a different matter.
    Αυτό είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση.
      She was quite ready to leave.
    Ήταν εντελώς έτοιμη να φύγει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely
  3. αρκετά, σε μεγάλο βαθμό· πολύ
      He is quite good at what he does.
    Είναι αρκετά καλός σε αυτό που κάνει.
      The weather is quite warm today.
    Ο καιρός σήμερα είναι αρκετά ζεστός.
      The city is quite beautiful in the spring.
    Η πόλη είναι αρκετά όμορφη την άνοιξη.
      She was quite excited about the trip.
    Ήταν αρκετά ενθουσιασμένη για το ταξίδι.
      This assignment is quite difficult.
    Αυτή η εργασία είναι αρκετά δύσκολη.
     συνώνυμα: very,  και δείτε τη λέξη extremely

Εκφράσεις

επεξεργασία