quite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαquite (en)
- (ειδικά βρετανική σημασία, όχι στο αρνητικό) αρκετά, κάμποσος, σαν (να), σε κάποιο βαθμό, όχι λίγο αλλά όχι πάρα πολύ
- ⮡ I’m quite optimistic.
- Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
- ⮡ I feel quite sure of it.
- Νιώθω αρκετά βέβαιος γι' αυτό.
- ⮡ The meeting went quite well.
- Η συνάντηση πήγε αρκετά καλά.
- ⮡ You have quite a few books in your library.
- Έχεις αρκετά βιβλία στη βιβλιοθήκη σου.
- ⮡ We still have quite a ways to go.
- Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα.
- ⮡ We still have quite a bit of money.
- Έχουμε ακόμα κάμποσα λεφτά.
- ⮡ It looks quite good.
- Σαν καλό φαίνεται.
- ⮡ It’s quite good.
- Σαν καλό (να) είναι.
- ⮡ You have made yourself quite comfortable.
- Σαν καλά βολεύτηκες.
- ≈ συνώνυμα: fairly, pretty και rather
- ⮡ I’m quite optimistic.
- απόλυτα, εντελώς, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
- ⮡ I quite agree that…
- Συμφωνώ απόλυτα ότι…
- ⮡ She was quite honest with us.
- Ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί μας.
- ⮡ He is quite well now.
- Είναι εντελώς καλά τώρα.
- ⮡ That is quite a different matter.
- Αυτό είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση.
- ⮡ She was quite ready to leave.
- Ήταν εντελώς έτοιμη να φύγει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ⮡ I quite agree that…
- αρκετά, σε μεγάλο βαθμό· πολύ
- ⮡ He is quite good at what he does.
- Είναι αρκετά καλός σε αυτό που κάνει.
- ⮡ The weather is quite warm today.
- Ο καιρός σήμερα είναι αρκετά ζεστός.
- ⮡ The city is quite beautiful in the spring.
- Η πόλη είναι αρκετά όμορφη την άνοιξη.
- ⮡ She was quite excited about the trip.
- Ήταν αρκετά ενθουσιασμένη για το ταξίδι.
- ⮡ This assignment is quite difficult.
- Αυτή η εργασία είναι αρκετά δύσκολη.
- ≈ συνώνυμα: very, → και δείτε τη λέξη extremely
- ⮡ He is quite good at what he does.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- quite - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106, 296. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύτως, εντελώς