fairly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fairly |
συγκριτικός | more fairly |
υπερθετικός | most fairly |
Επίρρημα
επεξεργασίαfairly (en)
- (πριν από επίθετα και επιρρήματα) αρκετά, σε κάποιο βαθμό αλλά όχι πολύ
- ⮡ Their house is fairly big.
- Το σπίτι τους είναι αρκετά μεγάλο.
- ⮡ The food was fairly good, although a bit salty.
- Το φαγητό ήταν αρκετά καλό, αν και λίγο αλμυρό.
- ⮡ He’s fairly smart for his age.
- Είναι αρκετά έξυπνος για την ηλικία του.
- ⮡ The neighborhood is fairly quiet at night.
- Η γειτονιά είναι αρκετά ήσυχη το βράδυ.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quite
- ⮡ Their house is fairly big.
- δίκαια, με δίκαιο τρόπο
- ⮡ The referee treated both teams fairly.
- Ο διαιτητής φέρθηκε δίκαια και στις δύο ομάδες.
- ⮡ The judge ruled fairly in the case.
- Ο δικαστής αποφάσισε δίκαια στην υπόθεση.
- ⮡ The decision was made fairly, with no favoritism.
- Η απόφαση ελήφθη δίκαια, χωρίς μεροληψία.
- ⮡ The company compensates its employees fairly.
- Η εταιρεία αποζημιώνει τους υπαλλήλους της δίκαια.
- ⮡ She treated everyone fairly, regardless of their background.
- Τους συμπεριφέρθηκε δίκαια, ανεξαρτήτως του υπόβαθρού τους.
- ⮡ The referee treated both teams fairly.