Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίκαια < δίκαιος

  Επίρρημα επεξεργασία

δίκαια

  1. με δίκαιο τρόπο
    κρίνω δίκαια
  2. έχοντας δίκιο, με το δίκιο μου
    είναι δίκαια αγανακτισμένος
     συνώνυμα: δικαίως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δίκαια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δίκαιος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δίκαια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δίκαιο