pretty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | pretty |
συγκριτικός | prettier |
υπερθετικός | prettiest |
pretty (en)
- χαριτωμένος, χρησιμοποιείται πιο συχνά για μια γυναίκα ή ένα κορίτσι που είναι ελκυστική αλλά η λέξη έχει λίγο λιγότερη έντονη σημασία από το beautiful
- ↪ This girl is pretty, although she is not beautiful.
- Αυτή η κοπέλα είναι χαριτωμένη, αν και δεν είναι όμορφη.
- ↪ This girl is pretty, although she is not beautiful.
- χαριτωμένος, για πράγμα ή τόπο που τον χαρακτηρίζει η απλή ομορφιά, που δεν επιβάλλεται με την πολυτέλεια, το μέγεθος, τη σοβαρότητα
- ↪ a pretty little song - ένα χαριτωμένο τραγουδάκι
- ↪ a pretty dress/piece of furniture - χαριτωμένο φόρεμα/έπιπλο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη cute
Επίρρημα
επεξεργασίαpretty (en) (χωρίς παραθετικά, μάλλον ανεπίσημο)
- αρκετά, σε ικανοποιητικό, καλούτσικο βαθμό, αλλά όχι πολύ ικανοποιητικό