Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός pretty
συγκριτικός prettier
υπερθετικός prettiest

pretty (en)

  1. χαριτωμένος, χρησιμοποιείται πιο συχνά για μια γυναίκα ή ένα κορίτσι που είναι ελκυστική αλλά η λέξη έχει λίγο λιγότερη έντονη σημασία από το beautiful
    This girl is pretty, although she is not beautiful.
    Αυτή η κοπέλα είναι χαριτωμένη, αν και δεν είναι όμορφη.
     συνώνυμα: cute
  2. χαριτωμένος, για πράγμα ή τόπο που τον χαρακτηρίζει η απλή ομορφιά, που δεν επιβάλλεται με την πολυτέλεια, το μέγεθος, τη σοβαρότητα
    a pretty little song - ένα χαριτωμένο τραγουδάκι
    a pretty dress/piece of furniture - χαριτωμένο φόρεμα/έπιπλο
     συνώνυμα: cute

  Επίρρημα επεξεργασία

pretty (en) (χωρίς παραθετικά, μάλλον ανεπίσημο)

  • αρκετά, σε ικανοποιητικό, καλούτσικο βαθμό, αλλά όχι πολύ ικανοποιητικό
    His English is pretty good.
    Τα αγγλικά του είναι αρκετά καλά.
    I’m pretty optimistic.
    Είμαι αρκετά αισιόδοξος.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία