πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      κάμποσος      κάμποση      κάμποσο
      γενική κάμποσου κάμποσης κάμποσου
    αιτιατική κάμποσο κάμποση κάμποσο
     κλητική
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      κάμποσοι      κάμποσες      κάμποσα
      γενική κάμποσων κάμποσων κάμποσων
    αιτιατική κάμποσους κάμποσες κάμποσα
     κλητική
Δείτε και τους τύπους του λαϊκότροπου «καμπόσος».
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αντωνυμία

επεξεργασία

κάμποσος, -η, -ο (αόριστη αντωνυμία)

  1. που έχει αρκετή, ικανοποιητική ποσότητα
     συνώνυμα: αρκετός
  2. όταν έχουμε ένα ποσό που δεν λέμε πόσο είναι ή που δεν λέμε πόσο θέλουμε

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κάμποσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)