καμπόσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | καμπόσος | καμπόση | καμπόσο | |||
γενική | καμπόσου | καμπόσης | καμπόσου | |||
αιτιατική | καμπόσο | καμπόση | καμπόσο | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | καμπόσοι | καμπόσες | καμπόσα | |||
γενική | καμπόσων | καμπόσων | καμπόσων | |||
αιτιατική | καμπόσους | καμπόσες | καμπόσα | |||
κλητική | — | — | — | |||
Δείτε και «κάμποσος». | ||||||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καμπόσος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμπόσος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kamˈbo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπό‐σος
- τονικό παρώνυμο: κάμποσος
Αντωνυμία
επεξεργασία
καμπόσος, -η, -ο (αόριστη αντωνυμία)
Εκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμπόσος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- καμπόσος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].