πόσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | πόσος | πόση | πόσο | |||
γενική | πόσου | πόσης | πόσου | |||
αιτιατική | πόσο | πόση | πόσο | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | πόσοι | πόσες | πόσα | |||
γενική | πόσων | πόσων | πόσων | |||
αιτιατική | πόσους | πόσες | πόσα | |||
κλητική | — | — | — | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόσος < αρχαία ελληνική πόσος < πρωτοελληνική *kʷotsos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷoti < *kʷos
Αντωνυμία
επεξεργασίαπόσος (ερωτηματική αντωνυμία)
- αντωνυμία με την οποία εισάγεται ευθεία ή πλάγια ερώτηση για την ποσότητα, τον χρόνο, το μέγεθος, την έκταση κ.λπ. που απαιτείται, προκειμένου να γίνει κάτι