quite a lot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαquite a lot (en)
- (ιδιωματισμός) αρκετός, μεγάλος αριθμός ή ποσότητα κάτι
- ⮡ Quite a lot of people gathered at the event.
- Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
- ⮡ These days I earn quite a lot of money.
- Τώρα πια κερδίζω αρκετούτσικα χρήματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση quite a few
- ⮡ Quite a lot of people gathered at the event.