Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

not quite < → δείτε τις λέξεις not και quite

  Επίρρημα επεξεργασία

  1. όχι πλήρως, όχι εντελώς, όχι απόλυτα, όχι απολύτως, μη επαρκώς
  2. (κατ’ επέκταση) μερικώς

Δείτε επίσης επεξεργασία